< δυσμείλικτος
δυσμεναίνω >
δυσμελῴδητος
,
-ον
mús.
difícil de cantar
o
tocar
δυσμελῳδητότατον καὶ ... φιλότεχνον
del γένος ἐναρμόνιον
Theo Sm.56.