< δυσμετάστρεπτος
δυσμεταχείριστος >
δυσμετάτρεπτος
,
-ον
inflexible
neutr. subst. τὸ δ.
la inflexibilidad
τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς
de Atenea
, Eust.1461.43.