δυσμεταχείριστος, -ον


I 1de cosas difícil de manejar o manipular ἁλύσεις Aen.Tact.39.7, δίκτυα ... ἐὰν δὲ ᾖ μείζω X.Cyn.2.5, del caparazón de la tortuga, Hierocl.2.24
de pers. Μάριον βαρὺν ... καὶ δυσμεταχείριστον οἰκέται δύο ... ἐξάραντες Plu.Mar.37.

2 difícil, dificultoso (διῶρυξ) δυσμεταχείριστον ἔχουσα τὸ στόμα Str.16.1.11
en cont. bélicos difícil de atacar, inabordable ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.7.236, τήν τε ὀχυρότητα τῶν τειχῶν δυσμεταχείριστον ὁρῶν I.BI 1.141
difícil de herir, inalcanzable c. dat. τοῖς ... παίουσι δ. de un general cubierto por su armadura, Plu.Arist.14.

II fig.

1 difícil de someter a disciplina, indócil de pers. παῖς Pl.Lg.808d, γυνή Aristaenet.1.17.25, de soldados διὰ ... ἀναρχίας δυσμεταχειρίστων γεγονότων Plu.Luc.7, cf. Brut.46
intratable κόλαξ Plu.2.61c, ἐχθρός Plu.2.86f, de un amigo pedante, Arr.Epict.2.15.14, de anim., Ael.NA 4.44
inasequible, difícil de persuadir c. dat. δ. λόγῳ Them.Or.34.460.

2 difícil de tratar, complejo de abstr., de un tema ἡ κληρονομία D.C.44.53.5, cf. Vett.Val.365.1, op. εὐεργής M.Ant.7.68, ὁ διδασκαλικὸς λόγος Gr.Nyss.M.46.313C, πρᾶγμα Synes.Ep.66 (p.106), ἡ θεραπεία Posidon. en Aët.6.21
neutr. subst. τὸ δ. la complejidad τῶν πραγμάτων D.C.53.9.6.

3 de enfermedades, suturas difícil de curar (τὸ πάθος) χρόνιον Gal.19.710, γαστρορραφίαι Gal.10.412, cf. 6.428.