< δυσκᾰτάπαυστος
δυσκατάπληκτος >
δυσκᾰτάπαυτος
,
-ον
• Prosodia:
[-τᾰ-]
difícil de calmar
ἄλγος
A.
Ch
.470, pero v. δυσκατάπαυστος.