δυσκατάπληκτος, -ον


1 difícil de asustar, indisciplinado δυσκατάπληκτοι ... τοῖς ἡγουμένοις Plb.1.67.4.

2 no asustado ὑπὸ μεγάλων φόβων δυσκατάπληκτοι μένουσιν Phlp.in de An.53.20.