< δυσκωφέω
δύσκωφος >
δυσκωφία
,
-ας, ἡ
sordera
δυσκωφίας δὲ θεραπεύει χρονίας χαλκοῦ ἄνθος
Dsc.
Eup
.1.61, cf. 5.77.2, Aët.6.80.