< δυσκρινής
δύσκρῐτος >
δυσκρίσιμος
,
-ον
difícil de discernir
δ. διὰ τὴν ὥραν (ἡ κατάστασις τῆς νόσου) op. ταχυκρίσιμος
Sch.Hp.2.272.