< δυσκρατόω
δυσκρίσιμος >
δυσκρινής
,
-ές
difícil de distinguir
δυσκρινές τι σῶμα τυφόμενον ἀεὶ καὶ πυρίκαυστον
Plu.2.922a,
ἡ ἄνεσις op. εἰλικρινής
Aët.5.10.