δυσκατάλλακτος, -ον
reacio a la reconciliación
θυμοῦ πλήρεις, δυσκατάλλακτοι, φιλόνεικοιAth.625b, cf. Eust.55.30
•neutr. subst. τὸ δ. la poca predisposición a la reconciliación
τό γε δυσμενὲς καὶ τὸ δ.Plu.2.13d.
θυμοῦ πλήρεις, δυσκατάλλακτοι, φιλόνεικοιAth.625b, cf. Eust.55.30
τό γε δυσμενὲς καὶ τὸ δ.Plu.2.13d.