δυσθήρᾱτος, -ον
• Alolema(s): δυσθήρητος Sch.Opp.C.1.513
1 difícil de cazar
κίγκλοςArist.HA 615a22,
κόσσυφοιArist.Mir.831b17,
τάρανδοςArist.Mir.832b11, Ph.1.384,
ἰουλίςHermipp.Hist.55,
glos. a ἀθήρητοςSch.Opp.l.c.
•metáf. de pers.
ἑώρα Μιθριδάτην δυσθήρατον ὄντα τοῖς ὅπλοιςPlu.Pomp.38,
γυνήAristaenet.1.17.26, cf. Longus 2.5.2.
2 fig. difícil de descubrir, de alcanzar o de captar
ἐχθρόςPh.1.459, cf. 2.201, de Dios, Ph.1.570, Clem.Al.Strom.2.2.5,
ἡ παρακμή τοῦ παντὸς νοσήματοςAët.5.19, cf. Gal.9.667,
ἡ ἀλήθειαPlu.2.17d, cf. Ph.1.508, Plu.Per.13, Iambl.Protr.21, Basil.Spir.2.17,
ἡ ἀρετήDidym.Gen.104.6
•difícil de entender
αἰτίαPlu.2.680f,
σοφίαClem.Al.Strom.5.4.23,
ὀλίγα ... τῆς φιλοσοφίας ἀμυδρά τε καὶ δυσθήραταde la filosofía de Pitágoras, Porph.VP 58, cf. Iambl.VP 252,
ἡ διαφοράThem.in de An.92.13,
δ. τῆς λέξεως ταύτης ὁ νοῦςBasil.M.31.385D, cf. Vett.Val.260.12, Gr.Nyss.Eun.1.243
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de entender Didym.in Eccl.231.6.