δυσθήρευτος, -ον
1 difícil de cazar Sch.Opp.H.2.166
•subst. τὸ δ. dificultad para la captura
ὥσπερ αἱ σηπίαι τὸ δ. ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ ποριζόμενοςAttic.7.81.
2 fig. difícil de captar o definir
τὸ τοῦ σοφιστοῦ γένοςPl.Sph.218d, cf. 261a.
ὥσπερ αἱ σηπίαι τὸ δ. ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ ποριζόμενοςAttic.7.81.
τὸ τοῦ σοφιστοῦ γένοςPl.Sph.218d, cf. 261a.