δυσείκαστος, -ον
difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas
τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκασταD.H.Lys.4.2,
τούτων ὁ νοῦς ... δ.D.H.Th.40.4, cf. 29.3, de otros abstr.
δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσιςD.H.1.32,
ταῦτα δυσείκαστα πάνταref. a fenómenos naturales, Luc.Icar.4.