δυσείδεια, -ας, ἡ


mal aspecto de un árbol ἀφαιρεῖται γὰρ ἡ πελέκησις τὴν δυσείδειαν Thphr.HP 5.1.1
de pers. fealdad παιδείᾳ τὴν δυσείδειαν ἐπικαλύπτειν D.L.2.33, γυναικὸς δ. Lib.Decl.39.9, cf. Chrys.Virg.62.13, 63.5, fig. del alma εἰς τὴν ἐσχάτην δυσείδειαν κατενεχθῆναι Chrys.Catech.Illum.1.10, cf. Thdr.13.87, Anecd.Ludw.207.11.