δυσεπίληπτος, -ον
• Alolema(s): tb. -λημπτος Wachstafeln Halle 27 (p.73)
difícil de comprender
ἔστι γὰρ δ. ἡ μοῖρα, οὐκ ἀκατάληπτοςVett.Val.240.4,
τὰ βιβλίαChrys.M.56.167, cf. M.55.566, Wachstafeln Halle l.c.
ἔστι γὰρ δ. ἡ μοῖρα, οὐκ ἀκατάληπτοςVett.Val.240.4,
τὰ βιβλίαChrys.M.56.167, cf. M.55.566, Wachstafeln Halle l.c.