< δυσεπικούρητος
δυσεπίληπτος >
δυσεπίκριτος
,
-ον
difícil de decidir
,
de juzgar
τὸ ἄριστον τε καὶ δ.
ref. al estilo, Ap.Ty.
Ep
.19,
διαφωνία
Gal.13.789.