δυσεπέκτατος, -ον
anat. que no se expande de órganos o partes del cuerpo
(πνεύμων)Gal.8.288, Pall.in Hp.81,
καθάπερ αἱ βύρσαι ξηρανθεῖσαι δυσεπέκταντοι (sic) γίνονταιGal.18(1).90
•subst. τὸ δ. Pall.in Hp.81
•que tiene poca elasticidad
τὰ ἀγγεῖαSteph.in Hp.Aph.2.112.4, 3.88.35,
νεῦραSteph.in Hp.Aph.2.114.18.