< δυσεπάλλακτος
δυσεπέκτατος >
δυσεπανόρθωτος
,
-ον
difícil de corregir
o
reformar
de pers. Vett.Val.74.5,
πολιτεία
Theo
Prog
.124.18,
de síntomas de enfermedades
, Gal.10.500.