< δυσεξεύρετος
δυσεξημέρωτος >
δυσεξήγητος
,
-ον
difícil de explicar
λόγος
D.L.9.13,
γραφή
Gal.17(2).71,
πρᾶγμα
Iust.Phil.2
Apol
.6.3.