δυσεξεύρετος, -ον
difícil de encontrar,
τόποιArist.HA 611a26,
σπήλαιαD.C.Epit.8.18.14, c. dat. de pers.
θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς ἙλλάδοςPlu.2.407f
•fig. difícil de descubrir, recóndito
πάθηMac.Aeg.Serm.C 7.1
•difícil de inventar c. dat. de pers.
πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρεταD.S.30.20.