δυσελπιστέω
perder la esperanza, estar desesperanzado
Ἀντίοχος ... συντριβεὶς τῇ διανοίᾳ καὶ δυσελπιστήσαςPlb.21.13.2,
τὴν εἰρήνην εἰσῆγεν ... ἤδη παντελῶς δυσελπιστοῦσιThem.Or.16.199c, c. dat. de causa
τοῖς ὅλοις ἐκ τῶν συμβεβηκότωνPlb.2.10.8
•c. ἐπί y dat. o περί y gen. desesperar de
ἐπὶ ταῖς τοῦ στρατηγοῦ βοηθείαιςPlb.4.60.4,
περὶ τῆς ὅλης ἐπιβολῆςPlb.16.33.1,
περὶ τῶν μελλόντωνI.AI 4.194
•en v. pas.
τὰ πρότερον δυσελπιστούμενα τῶν ἀγαθῶνlos bienes que antes apenas tenía esperanzas (de obtener), Epicur.Sent.Vat.[6] 17.