δυσδιάλλακτος, -ον


1 implacable, irreconciliable de pers. αὐτοὶ φυλάττουσιν τὴν ὀργὴν ... καὶ δυσδιάλλακτοί εἰσι Asp.in EN 120.17, cf. Eust.1434.47, c. dat. δ. τῷ λελυπηκότι Basil.Ep.204.1
de abstr. δ. μάχη guerra sin cuartel Leont.H.Monoph.M.86.1849B.

2 adv. -ως de manera irreconciliable δ. ἔχων Ammon.Diff.208.