δυσδαίμων, -ον


I 1infortunado, desdichado, malhadado, de aciago destino de pers. alcanzadas por la muerte y la desgracia τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας ... κλαύσω πολεμάρχους Etéocles y Polinices, A.Th.827, καθ' ᾍδεος, ὅθι κολάσιες ἀπαραίτητοι ἀπόκεινται δυσδαίμοσι νερτέροις Ti.Locr.104d, ἐμοῦ ... δυσδαιμονέστερος And.2.9, τί δράσω δῆθ' ὁ δ. ἐγώ; E.Ph.1615, cf. S.Ant.274, Ar.Eq.1249, Com.Adesp.736, Clem.Al.Strom.5.14.137, BGU 1024.7.24 (IV d.C.), en interpelaciones ὦ δυσδαίμονες, ἴσην πάσεσθε κόλασιν οἷς δεδράκατε Luc.Trag.263, cf. Hld.4.19.2, AP 7.188 (Thallus), ὄλβιε καὶ δύσδαιμον Orác. en Paus.10.24.2.

2 aciago, funesto de cosas y abstr., esp. del destino humano πότμος Emp.B 9.4, μοῖρα S.OT 1302, ὦ δαῖμον, ὦ δύσδαιμον, ὦ κείρας [ἐ]μέ S.Fr.210.37, ἐξ ἀρχᾶς μοι δ. δαίμων E.IT 203, τύχη Pl.Lg.905c, μ' ὁ δ. ἀπενόσφισε ... Ἅδας παρθενικάν el funesto Hades me raptó siendo doncella, ICr.2.5.50 (Axo I d.C.), en otros cont. ἀκτά A.Pers.953, ἔρις E.Ph.811
de pers. desalmado, cruel Lyc.984.

II adv. -όνως desafortunadamente, con mala fortuna διεπέρων τὴν τάφρον Eust.1064.44.