δυσδαιμονία, -ας, ἡ
desgracia, infortunio
μεταβάλλειν δ.cambiar es una desgracia E.IT 1120,
εἰς τοσοῦτον ἦλθον δυσδαιμονίαςAnd.2.7, cf. Sch.S.OC 144M., c. gen. subjet.
τοῦ ΒελλεροφόντουEust.636.48.
μεταβάλλειν δ.cambiar es una desgracia E.IT 1120,
εἰς τοσοῦτον ἦλθον δυσδαιμονίαςAnd.2.7, cf. Sch.S.OC 144M., c. gen. subjet.
τοῦ ΒελλεροφόντουEust.636.48.