δυσγενής, -ές
I
πέφυκα δ.E.Io 1477,
ὁ δ' οὐ δίκαιος ... δ. εἶναι δοκεῖE.Fr.336, cf. Ar.Ra.1219,
op. εὐγενήςArist.Pol.1255b1, EN 1099b4, Diog.Oen.111.9, cf. Ph.2.370, Gr.Naz.M.36.484A.
2 innoble, ruin
οὔτοι τὸ γ' ἦθος δυσγενὲς παρέξομαιE.El.363
•c. juego de palabras sobre 1
τί τῶν λεγόντων εἰσὶ δυσγενέστεροιMen.Fr.835.10.
II adv. -ῶς cobardemente, con miedo innoble
δ. ἔχειν πρὸς ψυχρολουσίανAgathin. en Orib.10.7.5,
δειλῶς καὶ δ. καὶ ἀνάνδρωςEus.HE 9.10.4.