< δυσαποτέλεστος
δυσαπότριπτος >
δυσαπότρεπτος
,
-ον
difícil de disuadir
,
contumaz
de los que no reciben educación
, X.
Mem
.4.1.4,
ἐραστής
Aristaenet.1.28.22
•
neutr. subst. τὸ δ.
contumacia
μυίας
Tz.
H
.2.654.