< δυσαπόσχετος
δυσαπότρεπτος >
δυσαποτέλεστος
,
-ον
difícil de llevar a término
subst. τὸ δ. c. gen.
τὸ τῆς Τρωικῆς μάχης δ.
Eust.1956.18.