δρᾱπέτης, -ου
• Alolema(s): jón. δρηπέτης Hdt.3.137, dór. δραπέτας E.Or.1498, IPArk.17.153 (Estínfalo III a.C.), Anacreont.58.1
I adj.
1 que huye, fugitivo
ἄνδρα βασιλέος δρηπέτηνHdt.l.c.,
ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ τούσδε (los Heráclidas) δραπέτας ἔχωνE.Heracl.140,
νύκτα τηρήσας δ. γίνεταιGr.Naz.Ep.246.6
•esp. de esclavos
δραπέται τ' οἰχοίατοE.IT 1341,
δραπέταν γὰρ ἐξέκλεπτον ἐκ δόμων πόδαE.l.c., cf. S.Ai.1285.
2 fugitivo, huidizo de un ave
δυσάλωτος δὲ καὶ δ.Arist.HA 615a18
•fig.
ὄλβοςPi.Fr.134,
βίοςAP 10.87 (Pall.),
πλοῦτοςChrys.M.55.515, del oro Anacreont.l.c.
II subst. ὁ δ.
1 fugitivo
ἐν ὄρφνῃ δ. μέγα σθένειE.Rh.69,
ΔραπέταιFugitivos tít. de una comedia de Alexis, tb. llamada Leucadia Ath.94f
•de militares desertor Plb.15.18.3, 21.32.5.
2 esclavo fugitivo, cimarrón
δούλοισι ... ὡς δρηπέτῃσιHdt.6.11,
δ. ἐστιγμένοςAr.Au.760,
μηθεὶς ὑποδεχέσθω τοὺς δραπέταςIG 5(1).1390.81 (Andania I a.C.), cf. D.59.9, Luc.Fug.32, Arr.Epict.1.9.8, 3.26.1, A.Al.18.2.6,
παρατηρητέον καὶ ἐπὶ κλοπῶν καὶ δραπετῶνVett.Val.431.29
•empleado como insulto o mofa
ἐγὦιδα τούτου τὰς τέχνας τοῦ δραπέτουMen.Asp.398, cf. Car.35, Vit.Aesop.G 33
•simpl. esclavo
δεσπότης ὄνομα ... καὶ τοῖς ἕνα δραπέτην κεκτημένοιςLyd.Mag.1.6.
3
δραπέται· δυνατοίEM 286.54G.
• Etimología: Deriv. en *-p- de formación oscura (la rel. c. ai. drāpayati es indemostrable), sobre *drHu̯2- e.e. la r. que da lugar a διδράσκω q.u., δραμεῖν, etc.