δρᾰκοντόμορφος, -ον


con forma de dragón o serpiente ἑρπετοί Lyc.1043, σφ[ραγίς POxy.490.12 (II d.C.), δαίμονα ... δρακοντόμορφον τὸν ἀπὸ τῶν Διονυσιακῶν εἰδῶν ὑποστάντα Procl.in R.2.181, cf. T.Sal.18.1.