< δρᾰκοντόμορφος
δρακοντοπνίκτης >
Δρακοντονήσιος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
Δρακοντονησίτης
, -ου
dracontonesio
o
dracontonesita
ét. de Draconcia o Dracontoneso, St.Byz.s.u.
Δράκοντος νῆσος
.