< δρᾰκοντοβόλος
δρακοντογενής >
δρᾰκοντοβότος
,
-ον
que alimenta un dragón
δρακοντοβότῳ παρὰ λόχμῃ
de Delfos
, Nonn.
D
.9.252,
de la fuente Dirce
, Nonn.
D
.4.356.