< δρακοντοανήμερος
δρᾰκοντοβότος >
δρᾰκοντοβόλος
,
-ον
que lanza serpientes
δῆριν ἐμιμήσαντο δρακοντοβόλου Φιδαλείης
Nonn.
D
.36.177.