δρέπω
• Morfología: [impf. sin aum. δρέπον h.Cer.425, v. med. δρεπόμην h.Cer.429, dór. ἐδρεπόμαν AP 9.723.2 (Antip.Sid.), 12.125.4 (Mel.); fut. part. med. δρεψεύμενος Theoc.18.40; aor. tem. ἔδραπον Pi.P.4.130, lesb. subj. 3a plu. δρόπωσιν Alc.119.15]
I
δάφνης ἐριθηλέος ὄζονHes.Th.31,
ἄνθεαh.Cer.425, AP 4.2.1 (Philippus), Orph.A.1192,
ὄμφ]ακας ὠμοτέραιςAlc.l.c.,
κασίηνHdt.3.110,
μυρσίνης πλόκουςE.El.778,
κρόκεα πέταλα φάρεσιν ἔδρεπονrecogía pétalos de azafrán en mi vestido E.Io 889,
χλοερὸν ... φύλλονAnacreont.60.22, cf. Hdt.2.92, E.IA 1299, AP 9.723.2 (Antip.Sid.), Amph.Seleuc.61, en v. pas.
ἐπειδὴ μὴ ἀπ' ἐμψύχου ἐδρέφθη (λίνον)Philostr.VA 8.7
•fig.
σοφίας καρπὸν δ.Pi.Fr.209,
εἴπερ ὀπώρην ἀβλήτου χρῄζει δρέψαι ἀπ' ἀκρεμόνοςsi desea cortar el fruto de (mi) rama intacta sent. erót. AP 9.563.6 (Leon.)
•en v. med. mismo sent.
φύλλα ... δρεψάμενοι ... δρυόςOd.12.357,
(ἄνθεα) ἐγὼ δρεπόμην περὶ χάρματιh.Cer.429,
χλοερὰ δρεπομέναν ἔσω πέπλων ῥόδεα πέταλαE.Hel.244, cf. Arist.Mir.846a30,
ὑακίνθινα φύλλα ἐξ ὄρεος δρέψασθαιTheoc.11.27,
ἐς λειμώνια φύλλα ἑρψεῦμες στεφάνως δρεψεύμεναιiremos en busca de las hojas del prado para formar coronas Theoc.18.40,
δρέψατο ... λυγρῶν ἀποθρίσματα ῥιζῶνOrph.A.1000, cf. Amph.Seleuc.45,
θῆλυς ὄφις ... δρεψαμένη Διὸς ἄνθος ... γενείῳuna serpiente hembra arrancando la flor de Zeus con su mandíbula Nonn.D.25.527, cf. Ph.1.278, Porph.Abst.2.5
•tb. c. gen.
τῆς ῥοδωνιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοιBasil.Gent.4
•fig.
αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαιsegar la sangre del propio hermano, e.e., dar muerte a un hermano A.Th.718, cf. Bio 1.22,
ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων ... δρεπόμενοι τὰ μέληde fuentes que manan miel recolectando los versos Pl.Io 534b,
φλυάκων ἐκ τραγικῶν ἴδιον κισσὸν ἐδρεψάμεθαAP 7.414.4 (Noss.), cf. GVI 764.2 (Notion I/II d.C.), Nonn.D.1.351, Aen.Gaz.Ep.2.
2 poét. en metáf., c. ac. de prados o campos segar, recolectar, coger las flores o los frutos de
λειμῶνα Μουσῶν ἱερὸν ... δρέπωνde la inspiración poética, Ar.Ra.1300,
εἰς τὸν λειμῶνα καθίσας ἔδρεπεν ἕτερον ἐφ' ἑτέρῳ †αἰρόμενοςref. la insaciabilidad de la infancia que va de flor en flor, E.Fr.Hyps.p.83,
νᾶμα Πολυάνθου δρέπωνcosechando la corriente del Poliantes, e.e., bebiendo de sus aguas Lyc.1046
•tb. en v. med.
(λειμῶνα) τούτοις δρέπεσθαι ... θέμιςa éstos (los castos) les es permitido recolectar los frutos de este prado E.Hipp.81.
II sólo fig., c. ac. de abstr. obtener, alcanzar c. idea de disfrutar de
τιμάνPi.P.1.49,
εὐζοίας ἄωτονPi.P.4.130,
ἥβανPi.P.6.48,
δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἀπὸ πασᾶνalcanzando las cimas de todas las virtudes Pi.O.1.13
•en v. med. mism. sent.
Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτονrecogiendo la más bella excelencia de las fiestas ístmicas Pi.N.2.9,
θαλερὰν φρένα ἐδρέψατοLyr.Adesp.7(e).18,
ψυχὴν θείανOrph.Fr.228b,
ἐλπίδαςAP 12.125.4 (Mel.),
τῆς ὄψεως ... δρεπομένης τὸ ἡδὺ τῶν βλεπομένωνLuc.Dom.9,
ἡδύσματα ... παρὰ τῆς ποιητικῆς Μούσης ἐδρέψατοIul.Or.7.207c
•c. gen.
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαιPi.Fr.123.1.
• Etimología: Forma rel. c. het. tripzi, de *drep-, prob. forma alargada c. -p- sobre *der- (cf. δέρω); en grado alargado ō da lugar a δρώψ q.u., etc.