δρέπτω
• Morfología: [impf. δρέπτον Mosch.2.69]
en v. act. y med. coger, recoger, cortar flores, frutos
κρόκου θυόεσσαν ἔθειρανMosch.l.c.,
μελιχρῆς ἄνθος ὀπώρηςOpp.C.2.38, cf. 253,
τὸ μέλιAP 10.41.8 (Luc.)
•c. gen.
κομάρου τις ὁδοιπόρος ἢ τερεβίνθου δρεπτέσθωAP 9.282.4 (Antip.Thess.), cf. 16.231 (Anyt.)
•fig.
Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομένανAP 7.13.2 (Leon.), cf. 7.218.7 (Antip.Sid.), Orac.Chald.37.14.