< δρυοτομικός
Δρυοῦς >
δρυοτόμος
,
-ου, ὁ
maderero
,
leñador
λιθοτόμοι καὶ δρυοτόμοι
Ph.2.472, cf. Gal.13.573, Aesop.22.2.2; cf. δρυτόμος.