< δρυοτόμος
Δρυοῦσσα >
Δρυοῦς
,
-οῦντος, ἡ
Driunte
ciu. de Calabria tb. llamada
Ὑδροῦς
Procop.
Vand
.1.1.9,
Goth
.1.15.20.