< δραματικός
δραματιωδῶς >
δραμάτιον
,
-ου, τό
representación
δ. εἰς τοῦτο κωμῳδῶν ... πεποίηκεν
Plu.
Dem
.4,
τὸ σατυρικὸν δ.
Ath.595e.