δραματικός, -ή, -όν
I
δεῖ τοὺς μύθους καθάπερ ἐν ταῖς τραγῳδίαις συνιστάναι δραματικούςArist.Po.1459a19,
πλοκήPlu.2.973e,
δραματικὴ περιπέτειαargumento de un drama Hero Def.138.8
•esp. como dialogístico
(Ὅμηρος) μιμήσεις δραματικὰς ἐποίησενArist.Po.1448b35,
τοὺς διαλόγους ... τοὺς μὲν δραματικούς, τοὺς δὲ διηγηματικούς, τοὺς δὲ μεικτούςde los diálogos platónicos, D.L.3.50,
ἀποστρέψας τοῦ διηγήματος τὸν διάλογον ἐπὶ τὸ δραματικόνD.H.Th.38.1, cf. 37.2, Plu.2.711c, Him.10.1, Sch.Er.Il.2.494-877.
2 peyor. fantástico, fingido, inventado
ὡς δραματικῆς μεστὸν ἀτοπίας διασύρουσινD.H.1.84
•compar. c. sent. intens., Philostr.VA 5.16
•descomedido, exagerado
τῶν πραγμάτων τὰ δραματικὰ καὶ πανηγυρικάPlu.2.42a.
II adv. -ῶς dramáticamente, en forma dialógica Ast.Am.Hom.1.12.1, Ammon.in Cat.4.15.