< δρακοντικός
δρακόντιον >
δρακόντινος
,
-η, -ον
dragontino
,
llevado por dragones
παραφαίνεται ἡ Μήδεια, ὀχουμένη δρακοντίνοις ἅρμασι
Sch.E.
Med
.1320.