< Δρᾰκοντίδης
δρακόντινος >
δρακοντικός
,
-ή, -όν
serpentino
,
de serpiente
, fig.
demoníaco
δρακοντικὴ καὶ ἰοβόλων αἱρέσεων φωνή
Pamph.Abyd.
Ep.Petr
.4.