< δραγατεύω
Δράγγαι >
δραγάτης
,
-ου, ὁ
guarda de campo
esp. viñas o frutales
οἱ δραγάται, τῇ μὲν βοῇ τὰ πτενὰ ... εἴργοντες τῶν ἀμπελώνων καὶ σικυηράτων
Ps.Caes.167.27.