δραγατεύω
vigilar, guardar prados o pastos Gonnoi 93B.16 (III a.C.), en v. pas.
ο[ὔ]τε νεμόμ[ενα οὔτε δραγατε]υόμενα τὰ ἐν Λίμνῃ ... οἰκόπεδαGonnoi 93B.14 (III a.C.).
ο[ὔ]τε νεμόμ[ενα οὔτε δραγατε]υόμενα τὰ ἐν Λίμνῃ ... οἰκόπεδαGonnoi 93B.14 (III a.C.).