δούλευσις, -εως, ἡ
esclavitud, fig. sometimiento, servicio
τὸ ἐρώτημά σου δηλοῖ ... ἀξίαν καὶ δούλευσιν ἐκκλησιαστικήνCat.Cod.Astr.12.147.8, a Dios, Fulg.Fab.fr.13.
τὸ ἐρώτημά σου δηλοῖ ... ἀξίαν καὶ δούλευσιν ἐκκλησιαστικήνCat.Cod.Astr.12.147.8, a Dios, Fulg.Fab.fr.13.