< δουλελεύθερος
δούλευσις >
δούλευμα
,
-ματος, τό
1
abstr.
servicio
τὸ δ. ἡδύ
E.
Or
.221.
2
concr. desp.
esclavo
γυναικὸς ὢν δ.
S.
Ant
.756,
δ. πιστόν
E.
Io
748.