δουλαγωγία, -ας, ἡ
esclavitud
ἅ τε γενηθ<ε>ῖσα δ. αὐτῶν ἄκυρος ἔστωIG 9(1).42.12, cf. 39.8 (ambas Fócide II a.C.),
ἀποσπάσαι εἰς δουλαγωγίαν ... ἈπίωναPOxy.38.10, cf. 3033.4 (ambos I d.C.)
•fig.
ὁ ὑπωπιασμὸς ... τοῦ σώματος καὶ ἡ δ.Basil.M.31.957B, cf. Gr.Nyss.Apoll.211.9.