δουλαγωγέω


esclavizar τὴν αἰχμαλωσίαν δουλαγωγοῦντες esclavizando a la tropa de cautivos D.S.17.70, αὐτήν D.C.Epit.7.18.8, σε Arr.Epict.3.24.76, cf. en v. pas. Suppl.Mag.38.10, Corp.Herm.23.48
fig. c. suj. abstr. esclavizar, dominar, someter δουλαγωγοῦσι ... τοὺς βίους las riquezas, Longin.44.6, cf. Gr.Nyss.Res.264.26, τὸ κάλλος ὅλην τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charito 2.7.1, τὸ σῶμα 1Ep.Cor.9.27, οὐ βίᾳ ... δουλαγωγῶν <αὐτὸν> (τὸν ἄνθρωπον) Hippol.Haer.10.33.13, κακία ... δουλαγωγεῖ τοὺς χαμαιπετεῖς τῶν ἀνθρώπων Iust.Phil.2Apol.11.7, en v. pas. ὑπ' ἀφροσύνης ... δουλαγωγηθεῖσαι (αἱ ψυχαί) Ph.2.455.