δορῐάλωτος, -ον
• Alolema(s): jón. δουρι- S.Ai.211; δορυ- Hp.Or.Thess.408, Ph.2.526, Tab.Il.19d.57, Poll.7.156
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 de pers. hecho prisionero o cautivo de guerra
οἱ δορυάλωτοι γενόμενοιHp.l.c.,
σε λέχος δουριάλωτον ... ἀνέχειS.l.c.,
ὀλόμαν τάλαινα δ.E.Tr.518, cf. X.HG 5.2.5, Ph.1.111, cf. Plu.2.295c, Arr.An.6.27.5, Hdn.2.13.5, Hld.8.1.2, Lib.Or.12.74, Ast.Am.Hom.6.2.1
•subst. ὁ δ. prisionero de guerra en plu. Plb.24.13.4, D.H.4.24, Ph.l.c., Ath.273e.
2 de lugares conquistado por las armas
χώρηHdt.8.74, cf. 9.4, Plb.23.10.6, Paus.4.5.8,
πόλιςX.Cyr.7.5.35, cf. Decr. en D.18.181, Aeschin.2.33, Isoc.15.125, Mon.Anc.Gr.14.21, Ps.Callisth.1.8B,
Μεσσήνην ... δοριάλωτον ληφθεῖσανIsoc.6.19, cf. Tab.Il.l.c.,
δοριάλωτον ἐγένετο τὸ Παλλάντιον ὑπὸ ΜενεμάχουSEG 11.1084.21 (Argos III a.C.), cf. IAphrodisias 1.13.3 (I d.C.),
δοριάλωτον ληψόμενος τὴν ἸουδαίανLXX 2Ma.10.24,
τὴν πατρίδα γινομένην δοριάλωτονD.S.18.46.4
•fig.
μεθ' ὃν ... δ. ὑμῖν ἡ γῆ Ἰουδαίων παρεδόθηIust.Phil.1Apol.32.4
•subst. τὰ δοριάλωτα los territorios conquistados Isoc.4.177.
3 de cosas capturado por las armas, en la guerra
τὴν ... δοριάλωτ[ον ἀσπίδαAstyd.1i.6.