< δορίαλλος
δορῐάλωτος >
δοριαλωσία
,
-ας, ἡ
toma
,
ocupación por las armas
πάθη τε πολλὰ συνηνέχθη πόλεσιν ἐκ δοριαλωσίας
App.
BC
4.52.