< δορίμᾰχος
Δόριος >
δορῐμήστωρ
,
-ορος
• Alolema(s):
δορυ-
Hsch.
experto en la lanza
, e.e.,
en la guerra
Ἐνυάλιος
E.
Andr
.1016, cf. Hsch.