< δορίμαργος
δορῐμήστωρ >
δορίμᾰχος
,
-ον
• Alolema(s):
δουρί-
Orác. en Sch.Er.
Il
.2.543
• Prosodia:
[-ῐ-]
que lucha con la lanza
ἀρετά
Tim.13,
ἄνδρες
Orác.l.c.