δοράτιον, -ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
lanza, pica gener. de uso milit., en infantería
ἀκόντια καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται ἐς πόλεμον ἄνθρωποιHdt.1.34,
ἄνευ δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίουAr.Pax 553, cf. IG 13.422.267 (V a.C.), Th.4.34, X.An.6.4.23, Mnesim.7.6, Aen.Tact.29.6, Ph.2.315, I.AI 6.244, D.C.38.50.1,
εἶδον ἐπὶ δορατίων ἀναπεπηγυίας τὰς κεφαλὰς τῶν ... ἡγεμόνωνD.H.4.52,
λαβὼν ... τὰ δοράτια μετὰ τῶν ἄλλων ἀπήντησεν αὐτῷ δορυφόρωνPlu.2.489f, cf. Dio 24,
μικρὰ δοράτια op. δόρατα μεγάλαPaus.8.50.1, IG 22.1424.6 (IV a.C.), de la lanza de Atenea, Luc.DDeor.23.1, en la caballería
ἱππεῖς ... δοράτια φέροντεςAgath.2.8.1, cf. 1.9.1.